- σαμπάνι(ο)
- το мор. строп
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σαμπάνι — και σαμπάνιο και σαμπανιό, το, Ν ναυτ. το περιλάβειο … Dictionary of Greek
σαμπανί — ο, η, το, Ν [σαμπάνια] άκλ. αυτός που έχει το χρώμα τής σαμπάνιας … Dictionary of Greek
σαμπανιάζω — Ν [σαμπάνι] προσαρμόζω το σαμπάνι σε αντικείμενο που πρόκειται να μετακινηθεί … Dictionary of Greek
κορακωτός — ή, ό 1. κορακιωτός* 2. φρ. α) ναυτ. «κορακωτός τρόχιλος» τρόχιλος που απολήγει σε γάντζο, κν. γαντζωτός, μακαράς β. «κορακωτός γόμφος» μακριά σιδερένια περόνη που καταλήγει σε γάντζο γ) «κορακωτό σύσπαστο» το σύσπαστο που έχει τον ένα ή και τους… … Dictionary of Greek
τροβαδούρος — (traubadour). Ποιητής του Μεσαίωνα, που συνέθετε τα ποιήματά του στη λεγόμενη γλώσσα του οκ (oc) ή προβηγκιανή γλώσσα της νότιας Γαλλίας. Ο αντίστοιχος όρος στη γλώσσα του όιλ (οïl) που ήταν η γλώσσα της βόρειας Γαλλίας, ήταν: trouvère. Με τους… … Dictionary of Greek